-
1 отлёт
-а α.αναχώρηση, πτήση, πέταγμα•-птиц αποδημία των πτηνών.
εκφρ.на -е – λίγο πιο πέρα, σε μικρή απόσταση•держать на отлте – κρατώ ανάμερα•держать на отлёт папиросу – κρατεί το τσιγάρο ανάμερα•быть на -е – είμαι έτοιμος για πτήση.
1 отлёт
-птиц αποδημία των πτηνών.